- χρεοστάσιο
- το, Νβλ. χρεωστάσιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρεοστάσιο — το αναστολή της πληρωμής χρεών ή αναστολή της δικαστικής δίωξης για χρέη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεωστάσιο — και χρεοστάσιο, το, Ν (νομ. οικον.) η με νόμο αναστολή τής πληρωμής χρεών ή τής ποινικής δίωξης για χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + στάσιο*. Η λ., στον λόγιο τ. χρεωστάσιον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek